- δικέφαλος
- -η, -ο (AM δικέφαλος, -ον)αυτός που έχει δύο κεφάλιανεοελλ.1. φρ. «δικέφαλος μυς» — ονομασία δύο μυών που εκφύονται με δύο τένοντες ή δύο κεφαλές2. το αρσ. ως ουσ. ο δικέφαλοςο δικέφαλος αετός, το κατ' εξοχήν βυζαντινό σύμβολο.
Dictionary of Greek. 2013.